- δρακοντόπους
- δρακοντό-πους, πουν, οδος , drachen-, schlangenfüßig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
δρακοντόπους — δρακοντόπους, ο, η (Μ) με πόδια όμοια με δράκοντες … Dictionary of Greek
δρακοντόπους — snake footed masc nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρακοντοπόδων — δρακοντόπους snake footed masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρακοντόποδα — δρακοντόπους snake footed masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρακοντόποδας — δρακοντόπους snake footed masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρακοντόποδες — δρακοντόπους snake footed masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek